Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
κέδρος
κείατο
κεῖθεν
κεῖθι
κεῖμαι
κειμήλιον
κεῖνος
κεινός
κείρω
κεῖσε
View word page
κέδρινος

[κέδρος.]

ShortDef

of cedar

Debugging

Headword:
κέδρινος
Headword (normalized):
κέδρινος
Headword (normalized/stripped):
κεδρινος
IDX:
5435
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5436
Key:

Data

{'content': '<p>[κέδρος.]</p>'}