Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωρυχής
καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
κέδρος
κείατο
κεῖθεν
κεῖθι
κεῖμαι
κειμήλιον
κεῖνος
View word page
κέατο
3 pl. impf. κεῖμαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέατο
Headword (normalized):
κέατο
Headword (normalized/stripped):
κεατο
IDX:
5432
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5433
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. κεῖμαι.</p>'}