Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάτω
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωρυχής
καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
κέδρος
κείατο
κεῖθεν
κεῖθι
κεῖμαι
κειμήλιον
View word page
κέαται

3 pl. κεῖμαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κέαται
Headword (normalized):
κέαται
Headword (normalized/stripped):
κεαται
IDX:
5431
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5432
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. κεῖμαι.</p>'}