Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
View word page
ἀμάω1
(ἀπ-, δι-.)
ShortDef
reap, mow down
to gather together, collect
Debugging
Headword:
ἀμάω1
Headword (normalized):
ἀμάω
Headword (normalized/stripped):
αμαω1
IDX:
542
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.543
Key:
Data
{'content': '<p>(ἀπ-, δι-.)</p>'}