Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
κατόπισθε
κάτω
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωρυχής
καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
κέδρος
κείατο
View word page
καύστειρα
-ης
[fem. of Καυστήρ, fr. καϝ-, καυ-, καίω.]
ShortDef
burning hot, raging
Debugging
Headword:
καύστειρα
Headword (normalized):
καύστειρα
Headword (normalized/stripped):
καυστειρα
IDX:
5427
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5428
Key:
Data
{'content': '<p>-ης</p> <p>[fem. of Καυστήρ, fr. καϝ-, καυ-, καίω.]</p>'}