Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
κατόπισθε
κάτω
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωρυχής
καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
κέδρος
View word page
καῦμα

-ατος, τό

[καϝ-, καυ-, καίω.]

ShortDef

burning heat

Debugging

Headword:
καῦμα
Headword (normalized):
καῦμα
Headword (normalized/stripped):
καυμα
IDX:
5426
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5427
Key:

Data

{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[καϝ-, καυ-, καίω.]</p>'}