Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
κατόπισθε
κάτω
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωρυχής
καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
View word page
καυλός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
the shaft
Debugging
Headword:
καυλός
Headword (normalized):
καυλός
Headword (normalized/stripped):
καυλος
IDX:
5425
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5426
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}