Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
κατόπισθε
κάτω
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωρυχής
καυλός
καῦμα
καύστειρα
καὐτός
ἄν
κεάζω
κέαται
κέατο
κεδάννυμι
View word page
κατωμαδόν

[κατ-, κατα- 1 + ὦμος. Down from the shoulder.]

With the full swing of the arm : μάστιγι κ. ἤλασεν ἵππους Il. 15.352. Cf. Il. 23.500.

ShortDef

from the shoulders, with the arm drawn back to the shoulder

Debugging

Headword:
κατωμαδόν
Headword (normalized):
κατωμαδόν
Headword (normalized/stripped):
κατωμαδον
IDX:
5423
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5424
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 1 + ὦμος. Down from the shoulder.]</p> <p>With the full swing of the arm : μάστιγι κ. ἤλασεν ἵππους Il. 15.352. Cf. Il. 23.500.</p>'}