Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
κατόπισθε
κάτω
κατωμάδιος
κατωμαδόν
View word page
κάτθεμεν

1 pl. contr. aor. κατατίθημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάτθεμεν
Headword (normalized):
κάτθεμεν
Headword (normalized/stripped):
κατθεμεν
IDX:
5413
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5414
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. contr. aor. κατατίθημι.</p>'}