Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
κατόπισθε
View word page
κατηφών

-όνος, ὁ

[κατηφής.]

ShortDef

one who causes grief

Debugging

Headword:
κατηφών
Headword (normalized):
κατηφών
Headword (normalized/stripped):
κατηφων
IDX:
5410
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5411
Key:

Data

{'content': '<p>-όνος, ὁ</p> <p>[κατηφής.]</p>'}