Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
κατοίσεται
View word page
κατηφής

Subject to shame, disgraced : κατηφέες ἐσσόμεθʼ αἰεί Od. 24.432.

ShortDef

with downcast eyes, downcast, mute

Debugging

Headword:
κατηφής
Headword (normalized):
κατηφής
Headword (normalized/stripped):
κατηφης
IDX:
5409
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5410
Key:

Data

{'content': '<p>Subject to shame, disgraced : κατηφέες ἐσσόμεθʼ αἰεί Od. 24.432.</p>'}