Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
View word page
ἀμαυρός
Dim, faint, shadowy Od. 4.824, 835.
ShortDef
dimly seen, dim, faint, baffling sight
Debugging
Headword:
ἀμαυρός
Headword (normalized):
ἀμαυρός
Headword (normalized/stripped):
αμαυρος
IDX:
540
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.541
Key:
Data
{'content': '<p>Dim, faint, shadowy Od. 4.824, 835.</p>'}