Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
κατίσχω
View word page
κατηφέω

[κατηφής.]

ShortDef

to be downcast, to be mute

Debugging

Headword:
κατηφέω
Headword (normalized):
κατηφέω
Headword (normalized/stripped):
κατηφεω
IDX:
5408
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5409
Key:

Data

{'content': '<p>[κατηφής.]</p>'}