Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
κατιόντα
View word page
κατηφείη
-ης, ἡ
[κατηφής.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατηφείη
Headword (normalized):
κατηφείη
Headword (normalized/stripped):
κατηφειη
IDX:
5407
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5408
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[κατηφής.]</p>'}