Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
κατίμεν
View word page
κατήριπε
3 sing. aor. κατερείπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατήριπε
Headword (normalized):
κατήριπε
Headword (normalized/stripped):
κατηριπε
IDX:
5406
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5407
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κατερείπω.</p>'}