Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
κάτθεσαν
View word page
κατηρεφής

-ές

[κατ-, κατα- 5 + ἐρέφω.]

ShortDef

covered over, vaulted, overhanging

Debugging

Headword:
κατηρεφής
Headword (normalized):
κατηρεφής
Headword (normalized/stripped):
κατηρεφης
IDX:
5405
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5406
Key:

Data

{'content': '<p>-ές</p> <p>[κατ-, κατα- 5 + ἐρέφω.]</p>'}