Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
κατθέμεν
View word page
κατηπιάω
[κατ-, κατα- 5 + ἠπιάω in sim. sense, fr. ἤπιος.]
3 pl. impf. pass. κατηπιόωντο.
ShortDef
to assuage, allay
Debugging
Headword:
κατηπιάω
Headword (normalized):
κατηπιάω
Headword (normalized/stripped):
κατηπιαω
IDX:
5404
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5405
Key:
Data
{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5 + ἠπιάω in sim. sense, fr. ἤπιος.]</p> <p>3 pl. impf. pass. κατηπιόωντο.</p>'}