Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
κάτθεμεν
View word page
κατήλυθον

aor. κατέρχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατήλυθον
Headword (normalized):
κατήλυθον
Headword (normalized/stripped):
κατηλυθον
IDX:
5403
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5404
Key:

Data

{'content': '<p>aor. κατέρχομαι.</p>'}