Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κάτθανε
κατθάψαι
View word page
κατῆλθε

3 sing. aor. κατέρχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατῆλθε
Headword (normalized):
κατῆλθε
Headword (normalized/stripped):
κατηλθε
IDX:
5402
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5403
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κατέρχομαι.</p>'}