Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
κατηφής
View word page
κατήγαγε

3 sing. aor. κατάγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατήγαγε
Headword (normalized):
κατήγαγε
Headword (normalized/stripped):
κατηγαγε
IDX:
5399
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5400
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κατάγω.</p>'}