Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
View word page
ἁματροχιή

-ῆς, ἡ

[ἅμα + τροχ-, τρέχω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁματροχιή
Headword (normalized):
ἁματροχιή
Headword (normalized/stripped):
αματροχιη
IDX:
539
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.540
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[ἅμα + τροχ-, τρέχω.]</p>'}