Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄγγος
ἄγε
ἀγείρω
ἀγελαῖος
ἀγελείη
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἄγεν
ἀγέραστος
ἀγέρθη
ἀγέροντο
ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
ἄγη
ἀγηγέρατο
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
View word page
ἀγέροντο

3 pl. aor. mid. αγείρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγέροντο
Headword (normalized):
ἀγέροντο
Headword (normalized/stripped):
αγεροντο
IDX:
53
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.54
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. mid. αγείρω.</p>'}