Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
κατήριπε
κατηφείη
κατηφέω
View word page
κατέχω

[κατ-, κατα- 1, κατα- 5.]

3 sing. fut. καθέξει Il. 15.186, Il. 16.629, Il. 18.332 : Od. 13.427, Od. 15.31.

3 sing. aor. κατέσχε Od. 11.549.

3 sing. subj. κατάσχῃ Od. 15.200.

3 sing. contr. aor. κάσχεθε Il. 11.702.

3 sing. aor. mid. κατέσχετο Od. 3.284, Od. 19.361.

Fem. pple. κατασχομένη Il. 3.419.

ShortDef

to hold fast

Debugging

Headword:
κατέχω
Headword (normalized):
κατέχω
Headword (normalized/stripped):
κατεχω
IDX:
5398
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5399
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 1, κατα- 5.]</p> <p>3 sing. fut. καθέξει Il. 15.186, Il. 16.629, Il. 18.332 : Od. 13.427, Od. 15.31.</p> <p>3 sing. aor. κατέσχε Od. 11.549.</p> <p>3 sing. subj. κατάσχῃ Od. 15.200.</p> <p>3 sing. contr. aor. κάσχεθε Il. 11.702.</p> <p>3 sing. aor. mid. κατέσχετο Od. 3.284, Od. 19.361.</p> <p>Fem. pple. κατασχομένη Il. 3.419.</p>'}