Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
κατηρεφής
View word page
κατέφθιτο
3 sing. aor. pass. καταφθίω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέφθιτο
Headword (normalized):
κατέφθιτο
Headword (normalized/stripped):
κατεφθιτο
IDX:
5395
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5396
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. pass. καταφθίω.</p>'}