κατεφάλλομαι
[κατ-, κατα- 1 + ἐφ-, ἐπι- 5 11.]
3 sing. aor. κατεπᾶλτο Il. 19.351.
Pple. κατεπάλμενος Il. 11.94.
To spring down for an indicated purpose : οὐρανοῦ ἒκ κατεπᾶλτο Il. 19.351 (v.l. οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο).
[κατ-, κατα- 1 + ἐφ-, ἐπι- 5 11.]
3 sing. aor. κατεπᾶλτο Il. 19.351.
Pple. κατεπάλμενος Il. 11.94.
To spring down for an indicated purpose : οὐρανοῦ ἒκ κατεπᾶλτο Il. 19.351 (v.l. οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο).