Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
κατηπιάω
View word page
κατεφάλλομαι

[κατ-, κατα- 1 + ἐφ-, ἐπι- 5 11.]

3 sing. aor. κατεπᾶλτο Il. 19.351.

Pple. κατεπάλμενος Il. 11.94.

To spring down for an indicated purpose : οὐρανοῦ ἒκ κατεπᾶλτο Il. 19.351 (v.l. οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο).

ShortDef

to spring down upon, rush upon

Debugging

Headword:
κατεφάλλομαι
Headword (normalized):
κατεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεφαλλομαι
IDX:
5394
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5395
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 1 + ἐφ-, ἐπι- 5 11.]</p> <p>3 sing. aor. κατεπᾶλτο Il. 19.351.</p> <p>Pple. κατεπάλμενος Il. 11.94.</p> <p>To spring down for an indicated purpose : οὐρανοῦ ἒκ κατεπᾶλτο Il. 19.351 (v.l. οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο).</p>'}