Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
κατήλυθον
View word page
κατευνάω

[κατ-, κατα- 5.]

ShortDef

to put to sleep

Debugging

Headword:
κατευνάω
Headword (normalized):
κατευνάω
Headword (normalized/stripped):
κατευναω
IDX:
5393
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5394
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p>'}