Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
κατῄκισται
κατῆλθε
View word page
κατευνάζω
[κατ-, κατα- 5.]
3 pl. aor. pass. κατεύνασθεν.
ShortDef
to put to bed, lull to sleep
Debugging
Headword:
κατευνάζω
Headword (normalized):
κατευνάζω
Headword (normalized/stripped):
κατευναζω
IDX:
5392
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5393
Key:
Data
{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>3 pl. aor. pass. κατεύνασθεν.</p>'}