Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
κατήϊε
View word page
κατέσχε

3 sing. aor. κατέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατέσχε
Headword (normalized):
κατέσχε
Headword (normalized/stripped):
κατεσχε
IDX:
5390
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5391
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κατέχω.</p>'}