Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
κατήγαγε
View word page
κατέστυγε

3 sing. aor. καταστυγέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατέστυγε
Headword (normalized):
κατέστυγε
Headword (normalized/stripped):
κατεστυγε
IDX:
5389
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5390
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. καταστυγέω.</p>'}