Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
View word page
ἁμαρτοεπής
[ἁμαρτάνω + ἔπος. Cf. ἁμαρτοεπής.]
ShortDef
erring in words, speaking at random
Debugging
Headword:
ἁμαρτοεπής
Headword (normalized):
ἁμαρτοεπής
Headword (normalized/stripped):
αμαρτοεπης
IDX:
538
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.539
Key:
Data
{'content': '<p>[ἁμαρτάνω + ἔπος. Cf. ἁμαρτοεπής.]</p>'}