Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
κατέχω
View word page
κατεστόρεσαν

3 pl. aor. καταστορέννυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεστόρεσαν
Headword (normalized):
κατεστόρεσαν
Headword (normalized/stripped):
κατεστορεσαν
IDX:
5388
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5389
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. καταστορέννυμι.</p>'}