Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
κατέχυντο
View word page
κατέσσυτο
3 sing. aor. mid. κατασεύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέσσυτο
Headword (normalized):
κατέσσυτο
Headword (normalized/stripped):
κατεσσυτο
IDX:
5387
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5388
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. κατασεύω.</p>'}