Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
κατεφάλλομαι
κατέφθιτο
κατέχευε
View word page
κατεσθίω

[κατ-, κατα- 5.]

Of a beast of prey, to devour Il. 3.25.

Sim. of a dolphin Il. 21.24.

Of a serpent Il. 2.314.

Of Scylla Od. 12.256.

ShortDef

to eat up, devour

Debugging

Headword:
κατεσθίω
Headword (normalized):
κατεσθίω
Headword (normalized/stripped):
κατεσθιω
IDX:
5386
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5387
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>Of a beast of prey, to devour Il. 3.25.</p> <p>Sim. of a dolphin Il. 21.24.</p> <p>Of a serpent Il. 2.314.</p> <p>Of Scylla Od. 12.256.</p>'}