Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
κατευνάω
View word page
κατερύω

[κατ-, κατα- 1 + ἐρύω1.]

3 sing. aor. κατείρυσε Od. 5.261.

3 sing. pf. pass. κατείρυσται Od. 8.151.

Infin. κατειρύσθαι Od. 14.332, Od. 19.289.

To draw (a ship) down to the water : νηῦς κατείρυσται Od. 8.151, νῆα κατειρύσθαι Od. 14.332= Od. 19.289.

Of launching Odysseus's σχεδίη Od. 5.261.

ShortDef

to draw

Debugging

Headword:
κατερύω
Headword (normalized):
κατερύω
Headword (normalized/stripped):
κατερυω
IDX:
5383
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5384
Key:

Data

{'content': "<p>[κατ-, κατα- 1 + ἐρύω1.]</p> <p>3 sing. aor. κατείρυσε Od. 5.261.</p> <p>3 sing. pf. pass. κατείρυσται Od. 8.151.</p> <p>Infin. κατειρύσθαι Od. 14.332, Od. 19.289.</p> <p>To draw (a ship) down to the water : νηῦς κατείρυσται Od. 8.151, νῆα κατειρύσθαι Od. 14.332= Od. 19.289.</p> <p>Of launching Odysseus's σχεδίη Od. 5.261.</p>"}