Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
κατευνάζω
View word page
κατερύκω

[κατ-, κατα- 5.]

ShortDef

to hold back, detain

Debugging

Headword:
κατερύκω
Headword (normalized):
κατερύκω
Headword (normalized/stripped):
κατερυκω
IDX:
5382
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5383
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p>'}