Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατεπάλμενος
κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
κατέτηξε
View word page
κατερυκάνω
[κατ-, κατα- 5.]
= κατερύκω 1 : μή μʼ ἐθέλοντʼ ἰέναι κατερύκανε Il. 24.218.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατερυκάνω
Headword (normalized):
κατερυκάνω
Headword (normalized/stripped):
κατερυκανω
IDX:
5381
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5382
Key:
Data
{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>= κατερύκω 1 : μή μʼ ἐθέλοντʼ ἰέναι κατερύκανε Il. 24.218.</p>'}