Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατενήρατο
κατεπάλμενος
κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
κατέσχε
View word page
κατερητύω

[κατ-, κατα- 5.]

ShortDef

to hold back

Debugging

Headword:
κατερητύω
Headword (normalized):
κατερητύω
Headword (normalized/stripped):
κατερητυω
IDX:
5380
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5381
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p>'}