Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατεναντίος
κατενήρατο
κατεπάλμενος
κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
κατεστόρεσαν
κατέστυγε
View word page
κατερήριπε
3 sing. pf. κατερείπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατερήριπε
Headword (normalized):
κατερήριπε
Headword (normalized/stripped):
κατερηριπε
IDX:
5379
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5380
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. κατερείπω.</p>'}