Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
View word page
ἁμαρτῇ
[ἅμα + ἀρ-, ἀραρίσκω.]
ShortDef
at once, together
Debugging
Headword:
ἁμαρτῇ
Headword (normalized):
ἁμαρτῇ
Headword (normalized/stripped):
αμαρτη
IDX:
537
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.538
Key:
Data
{'content': '<p>[ἅμα + ἀρ-, ἀραρίσκω.]</p>'}