Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατελθέμεν
κατεναίρω
κατεναντίος
κατενήρατο
κατεπάλμενος
κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατέσβεσε
κατεσθίω
κατέσσυτο
View word page
κατερείπω

[κατ-, κατα- 5.]

3 sing. aor. κατήριπε Il. 5.92.

3 sing. pf. κατερήριπε Il. 14.55.

To fall, be destroyed : τεῖχος κατερήριπεν Il. 14.55.

To suffer destruction, be ruined : ἔργα κατήριπεν αἰζηῶν Il. 5.92.

ShortDef

to throw down

Debugging

Headword:
κατερείπω
Headword (normalized):
κατερείπω
Headword (normalized/stripped):
κατερειπω
IDX:
5377
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5378
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>3 sing. aor. κατήριπε Il. 5.92.</p> <p>3 sing. pf. κατερήριπε Il. 14.55.</p> <p>To fall, be destroyed : τεῖχος κατερήριπεν Il. 14.55.</p> <p>To suffer destruction, be ruined : ἔργα κατήριπεν αἰζηῶν Il. 5.92.</p>'}