Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατέλεκτο
κατέλεξα
κατελέξατο
κατελεύσομαι
κατελθέμεν
κατεναίρω
κατεναντίος
κατενήρατο
κατεπάλμενος
κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
View word page
crossref
aor. καταφένω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
crossref
Headword (normalized):
crossref
Headword (normalized/stripped):
crossref
IDX:
5373
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5374
Key:
Data
{'content': '<p>aor. καταφένω.</p>'}