Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατέκυψε
κατέλεκτο
κατέλεξα
κατελέξατο
κατελεύσομαι
κατελθέμεν
κατεναίρω
κατεναντίος
κατενήρατο
κατεπάλμενος
κατεπᾶλτο
crossref
κατέπηκτο
κατέπηξε
κατεπλήγη
κατερείπω
κατέρεξε
κατερήριπε
κατερητύω
κατερυκάνω
κατερύκω
View word page
κατεπᾶλτο

3 sing. aor. κατεφάλλομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεπᾶλτο
Headword (normalized):
κατεπᾶλτο
Headword (normalized/stripped):
κατεπαλτο
IDX:
5372
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5373
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κατεφάλλομαι.</p>'}