Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κατέθελξε
κατέθεντο
κατέθηκα
κατείβω
κάτειμι
κατείρυσε
κατείρυσται
κατέκειραν
κατέκηε
κατεκλάσθη
κατέκτα
κατέκταθεν
κατέκτανον
κατέκυψε
κατέλεκτο
κατέλεξα
κατελέξατο
κατελεύσομαι
κατελθέμεν
κατεναίρω
κατεναντίος
View word page
κατέκτα
3 sing. aor. κατακτείνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέκτα
Headword (normalized):
κατέκτα
Headword (normalized/stripped):
κατεκτα
IDX:
5359
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5360
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κατακτείνω.</p>'}