Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατεβήσετο
κατέδαψαν
κατέδραθον
κατεδυ
κατεδύσετο
κατέδω
κατέθελξε
κατέθεντο
κατέθηκα
κατείβω
κάτειμι
κατείρυσε
κατείρυσται
κατέκειραν
κατέκηε
κατεκλάσθη
κατέκτα
κατέκταθεν
κατέκτανον
κατέκυψε
κατέλεκτο
View word page
κάτειμι

[κατ-, κατα- 1 + εἶμι.]

1 sing. κάτειμι Od. 15.505.

3 sing. κάτεισι Il. 11.492, Od. 3.294.

Acc. sing. masc. pple. κατιόντα Od. 13.267.

Nom. fem. κατιοῦσα, -ης Il. 4.475 : Od. 16.472.

Infin. κατίμεν Il. 14.457.

3 sing. impf. κατήϊε Od. 10.159.

ShortDef

go down

Debugging

Headword:
κάτειμι
Headword (normalized):
κάτειμι
Headword (normalized/stripped):
κατειμι
IDX:
5353
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5354
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 1 + εἶμι.]</p> <p>1 sing. κάτειμι Od. 15.505.</p> <p>3 sing. κάτεισι Il. 11.492, Od. 3.294.</p> <p>Acc. sing. masc. pple. κατιόντα Od. 13.267.</p> <p>Nom. fem. κατιοῦσα, -ης Il. 4.475 : Od. 16.472.</p> <p>Infin. κατίμεν Il. 14.457.</p> <p>3 sing. impf. κατήϊε Od. 10.159.</p>'}