Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταχέω
καταχθόνιος
κατέαξε
κατέβην
κατεβήσετο
κατέδαψαν
κατέδραθον
κατεδυ
κατεδύσετο
κατέδω
κατέθελξε
κατέθεντο
κατέθηκα
κατείβω
κάτειμι
κατείρυσε
κατείρυσται
κατέκειραν
κατέκηε
κατεκλάσθη
κατέκτα
View word page
κατέθελξε
3 sing. aor. καταθέλγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέθελξε
Headword (normalized):
κατέθελξε
Headword (normalized/stripped):
κατεθελξε
IDX:
5349
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5350
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. καταθέλγω.</p>'}