Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλωή
ἁλώμεναι
ἅμα
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
View word page
ἀμαξιτός

[ἄμαξα.]

ShortDef

highway

Debugging

Headword:
ἀμαξιτός
Headword (normalized):
ἀμαξιτός
Headword (normalized/stripped):
αμαξιτος
IDX:
534
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.535
Key:

Data

{'content': '<p>[ἄμαξα.]</p>'}