Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταφυλαδόν
καταχέω
καταχθόνιος
κατέαξε
κατέβην
κατεβήσετο
κατέδαψαν
κατέδραθον
κατεδυ
κατεδύσετο
κατέδω
κατέθελξε
κατέθεντο
κατέθηκα
κατείβω
κάτειμι
κατείρυσε
κατείρυσται
κατέκειραν
κατέκηε
κατεκλάσθη
View word page
κατέδω

[κατ-, κατα- 5.]

3 pl. subj. mid. (in fut. sense) κατέδονται Il. 22.89 : Od. 21.363.

ShortDef

to eat up, devour

Debugging

Headword:
κατέδω
Headword (normalized):
κατέδω
Headword (normalized/stripped):
κατεδω
IDX:
5348
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5349
Key:

Data

{'content': '<p>[κατ-, κατα- 5.]</p> <p>3 pl. subj. mid. (in fut. sense) κατέδονται Il. 22.89 : Od. 21.363.</p>'}