Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κατατήκω
κατατίθημι
κατατρύχω
κατέπεφνον
καταφέρω
καταφθίω
καταφλέγω
καταφυλαδόν
καταχέω
καταχθόνιος
κατέαξε
κατέβην
κατεβήσετο
κατέδαψαν
κατέδραθον
κατεδυ
κατεδύσετο
κατέδω
κατέθελξε
κατέθεντο
κατέθηκα
View word page
κατέαξε

3 sing. aor. κατάγνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατέαξε
Headword (normalized):
κατέαξε
Headword (normalized/stripped):
κατεαξε
IDX:
5341
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5342
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κατάγνυμι.</p>'}