Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
κατατίθημι
κατατρύχω
κατέπεφνον
καταφέρω
καταφθίω
καταφλέγω
καταφυλαδόν
καταχέω
καταχθόνιος
κατέαξε
κατέβην
κατεβήσετο
κατέδαψαν
κατέδραθον
κατεδυ
View word page
καταφθίω

[κατα- 5.]

3 sing. fut. καταφθίσει Od. 5.341.

3 sing. aor. pass. κατέφθιτο Od. 4.363.

Pple. καταφθίμενος, -ου Il. 22.288 : Od. 3.196, Od. 11.491.

Infin. καταφθίσθαι Od. 2.183.

ShortDef

ruin, destroy

Debugging

Headword:
καταφθίω
Headword (normalized):
καταφθίω
Headword (normalized/stripped):
καταφθιω
IDX:
5336
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5337
Key:

Data

{'content': '<p>[κατα- 5.]</p> <p>3 sing. fut. καταφθίσει Od. 5.341.</p> <p>3 sing. aor. pass. κατέφθιτο Od. 4.363.</p> <p>Pple. καταφθίμενος, -ου Il. 22.288 : Od. 3.196, Od. 11.491.</p> <p>Infin. καταφθίσθαι Od. 2.183.</p>'}