Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καταστορέννυμι
καταστυγέω
κατάσχῃ
κατατεθναίη
κατατεθνήκασι
κατατεθνηῶτος
κατατήκω
κατατίθημι
κατατρύχω
κατέπεφνον
καταφέρω
καταφθίω
καταφλέγω
καταφυλαδόν
καταχέω
καταχθόνιος
κατέαξε
κατέβην
κατεβήσετο
κατέδαψαν
κατέδραθον
View word page
καταφέρω
[κατα- 1.]
3 sing. fut. mid. κατοίσεται (κατ-, κατα-
ShortDef
to bring down
Debugging
Headword:
καταφέρω
Headword (normalized):
καταφέρω
Headword (normalized/stripped):
καταφερω
IDX:
5335
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5336
Key:
Data
{'content': '<p>[κατα- 1.]</p> <p>3 sing. fut. mid. κατοίσεται (κατ-, κατα-</p>'}